- ρακεμικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «ρακεμικά μίγματα»χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειαςβ) «ρακεμικό οξύ»χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη διαδικασία τής οινοποίησης και συνίσταται από ένα ισομοριακό μίγμα τών δύο οπτικώς ενεργών μορφών, δεξιόστροφης και αριστερόστροφης, τού τρυγικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. racemique (< λατ. racemus «βότρυς, σταφύλι»)].
Dictionary of Greek. 2013.